- βρακώνω
- μετ.1), надевать штаны; 2) перен. обеспечивать чью-л. жизнь, чьё-л. благополучие;1) — надевать на себя штаны;
βρακώνομαι
2) перен. разбогатеть (о бедных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρακώνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρακώνω — [βρακί] Ι. 1. φορώ σε κάποιον το βρακί 2. παρέχω σε κάποιον πόρους ζωής ΙΙ. βρακώνομαι 1. φοράω το βρακί μου, ντύνομαι 2. αποκτώ πόρους, βελτιώνω την οικονομική μου κατάσταση … Dictionary of Greek
βρακώνω — ωσα, ώθηκα, βρακωμένος 1. φορώ το βρακί σε κάποιον: Βράκωσε το παιδί. 2. το μέσ., βρακώνομαι φορώ το βρακί, ντύνομαι: Δεν πρόφτασα να βρακωθώ, όταν άνοιξαν την πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβράκωτος — η, ο [βρακώνω] 1. ο δίχως βρακί, ξεβράκωτος 2. πάμπτωχος, θεόφτωχος … Dictionary of Greek
ξεβρακώνω — 1. βγάζω το βρακί κάποιου 2. αποκαλύπτω τον άσχημο χαρακτήρα ή τις κακές πράξεις κάποιου, ξεσκεπάζω 3. εξευτελίζω, προσβάλλω («με αυτά που μού είπε μέ ξεβράκωσε») 4. (το παθ.) ξεβρακώνομαι υποκύπτω, υποχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βρακώνω] … Dictionary of Greek